- προσβολή
- προσβολήapplicationfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσβολῇ — προσβολή application fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… … Dictionary of Greek
προσβολή — η 1. επίθεση, έφοδος, χτύπημα. 2. βλάβη υγείας: Πνευμονική προσβολή. 3. υβριστική, ταπεινωτική πράξη ή συμπεριφορά: Η αθέτηση του γάμου ήταν προσβολή για το κορίτσι. 4. αμφισβήτηση, άρνηση αποδοχής: Έγινε προσβολή της διαθήκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσβόλῃ — πρόσ βούλομαι will pres subj mid 2nd sg (epic) πρόσ βούλομαι will pres ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολαῖς — προσβολή application fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολαί — προσβολή application fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῆς — προσβολή application fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῇσι — προσβολή application fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολήν — προσβολή application fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῶν — προσβολή application fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)